- λούμπα
- I
Αφρικανικός λαός, εγκατεστημένος στην περιοχή μεταξύ του μέσου και του άνω ρου του Σανκούρου και της λίμνης Τανγκανίκα (Κονγκό). Οι Λ., γνωστοί και ως Μπαλούμπα, υποδιαιρούνται σε πολυάριθμες φυλές, που μιλούν την ίδια γλώσσα (τσιλούμπα). Μεταξύ του 14ου και 15ου αι. οι φυλές αυτές συνενώθηκαν από έναν θρυλικό ήρωα (τον Κονγκόλο) και αποτέλεσαν την πιο εκτεταμένη αυτοκρατορία της κεντροανατολικής Αφρικής. Στα τέλη του 16ου αι. κατέκλυσαν την περιοχή φυλές Μπαντού, προερχόμενες από ΒΑ, οι οποίες οδήγησαν την αυτοκρατορία στη μέγιστη ισχύ της, καταλαμβάνοντας μια έκταση από τον ποταμό Λουλούα έως τη λίμνη Κίβου και προς τα Ν έως τις πηγές του Λουαπούλα. Δεν κατάφεραν ωστόσο να εμποδίσουν στις αρχές του 20ού αι. την υποταγή της αυτοκρατορίας στην κυριαρχία των Βέλγων. Οι Λ. είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος μόνιμα εγκατεστημένοι γεωργοί, ενώ γνώριζαν από τα παλαιά ακόμη χρόνια την υφαντική, τη μεταλλουργία, την κεραμική και την ξυλογλυπτική. Στον τελευταίο τομέα οι Λ. δημιούργησαν έργα αξιοσημείωτου καλλιτεχνικού επιπέδου, όπως αγάλματα, στηρίγματα του κεφαλιού και προσωπεία. Σε μερικές από αυτές τις φυλές οι απόγονοι ακολουθούν μητρική γραμμή, ενώ σε άλλες την πατρική.II
Γλυπτό των Λούμπα.
Οικισμός (7 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιλίων της νομαρχίας Δυτικής Αττικής.* * *η1. λάκκος, λακκούβα2. φρ. «έπεσα στη λούμπα» — έπεσα θύμα δόλιας ενέργειας.
Dictionary of Greek. 2013.